ζιμιό

ζιμιό
(Μ ζιμιό και ζιμιόν και εἰς μιό[ν] και 'ς μιό[ν])
επίρρ.
1. μεμιάς, αμέσως, γρήγορα («εξελησμόνησα ζιμιό τά μού 'χες καμωμένα», Ερωτόκρ.)
2. στο εξής
μσν.
μαζί, συγχρόνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. jιμιό < (με ανάπτυξη φωνήεντος ι μεταξύ τών σ + μ) < 'σμιόν < εισμιόν < εισμίον (μίον μσν. μεταπλασμ. τ. τού μία < εισμίαν < εις μίαν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • δυσκολεύω — και δυσκολεύγω Ι. 1. καθιστώ κάτι δύσκολο, δυσχεραίνω 2. γίνομαι εμπόδιο, εμποδίζω 3. φέρνω αντιρρήσεις, αρνούμαι («αν τή ρεχτής και θέλης τη, ζιμιό να τσή μηνύσω, κι α δυσκολέψη, ζωντανή δε θε να τήν αφήσω», Ερωτόκρ.) 4. γίνομαι δύσκολος 5.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”