- ζιμιό
- (Μ ζιμιό και ζιμιόν και εἰς μιό[ν] και 'ς μιό[ν])επίρρ.1. μεμιάς, αμέσως, γρήγορα («εξελησμόνησα ζιμιό τά μού 'χες καμωμένα», Ερωτόκρ.)2. στο εξήςμσν.μαζί, συγχρόνως.[ΕΤΥΜΟΛ. jιμιό < (με ανάπτυξη φωνήεντος ι μεταξύ τών σ + μ) < 'σμιόν < εισμιόν < εισμίον (μίον μσν. μεταπλασμ. τ. τού μία < εισμίαν < εις μίαν].
Dictionary of Greek. 2013.